αναλλαξιά

αναλλαξιά
και αναλλαγιά, η
το να μην αντικαθιστά κανείς τα βρόμικα εσώρουχα του με καθαρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναλλαξιά — αναλλαξιά, η και αναλλαγιά, η το να μην αλλάζει κανείς με καθαρά τα βρόμικα εσώρουχά του: Από την αναλλαξιά βρομούσε ολόκληρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναλλαγιά — η [ανάλλαγος] η αναλλαξιά* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”